περινοητικός

περινοητικός
περινοητικός
thoughtful
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περινοητικός — ή, όν, Α [περινοώ] 1. προσεκτικός 2. διεξοδικός 3. πανούργος …   Dictionary of Greek

  • περινοητικαῖς — περινοητικός thoughtful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περινοητικήν — περινοητικός thoughtful fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περινοητικῷ — περινοητικός thoughtful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περινοηματικός — ή, όν, Α περινοητικός, προσεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νοηματικός (< νόημα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”